δηώνω

δηώνω
μετ. разорять, опустошать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δηώνω" в других словарях:

  • δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω …   Dictionary of Greek

  • δηώνω — δήωσα, λεηλατώ και καταστρέφω έπειτα από εισβολή: Οι εχθροί δήωσαν τα μνημεία της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δηώ — δηῶ ( όω) βλ. δηώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»